συρματικός

συρματικός
(I)
-ή, -όν, ΜΑ [σύρμα, -ατος]
1. (για φωνή ή τόνο) παρατεταμένος, μακρός
2. φρ. «συρματική φωνή» ή, απλώς, «συρματική» — ένας από τους τόνους τής βυζαντινής μουσικής («οἱ τὰ... εὐαγγέλια μανθάνοντες μυοῡνται πρῶτον τοὺς τόνους ὀξεῑαν καὶ συρματικήν», Στέφ. Ρητ.)
αρχ.
φρ. «συρματικὸν ὑποζύγιον» — υποζύγιο που πάσχει από χωλότητα και σύρει τα πόδια.
————————
(II)
ο, Ν
γένος ορνιθόμορφων πτηνών.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”